- ὑπερχαλαστικός
- ὑπερχᾰλ-αστικός, ή, όν,A very relaxing, ὕπνοι prob. cj. in Hp.Ep. 24 (ὑπερκολαστικοῖς, ὑπερκαλυστικοῖς codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερχαλαστικός — ή, όν, Α [ὑπερχαλῶ] αυτός που επιφέρει μεγάλη χαλάρωση, μεγάλη ξεκούραση («ὑπερχαλαστικοῑς ὕπνοις», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ὑπερχαλαστικοῖς — ὑπερχαλαστικός very relaxing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)